έσοξ

έσοξ
(-χος) ο щука

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έσοξ" в других словарях:

  • εσοκίδες — (esocidae). Οικογένεια τελεοστέων ψαριών της τάξης των απλοώμων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί μόνο ένα γένος, γνωστό με την επιστημονική ονομασία έσοξ. Τα ψάρια αυτά ζουν στα γλυκά νερά και έχουν λυγερό σώμα, πλατύ ρύγχος και μεγάλο στόμα με μυτερά… …   Dictionary of Greek

  • τούρνα — η, Ν ζωολ. α) κοινή ονομασία τών σαρκοφάγων ψαριών τού γλυκού νερού τού γένους έσοξ β) κοινή ονομασία τού πτηνού γερανός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»